ψηφοπεριβομβήτρια

ψηφοπεριβομβήτρια
ἡ, Α
κύλικα που βομβούσε λόγω τών ψηφίδων που σείονταν μέσα σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + περιβομβῶ + επίθημα -τρια*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψηφοπεριβομβήτριαν — ψηφοπεριβομβήτρια jar of pebbles fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”